- αντιμέρεια
- η (Α ἀντιμέρεια κ. -ία)(Γραμμ.) σχήμα του λόγου κατά το οποίο σε μια φράση τοποθετείται μετοχή αντί ονόματος, π.χ. «τόξων εἰδώςτόξων εἰδήμων»νεοελλ.η επανάληψη ομοειδών μερών ή οργάνων του σώματος ενός οργανισμού γύρω από έναν κύριο ή δευτερεύοντα άξονα (πλοκάμια, φύλλα κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.